- τἀπιχώρι'
- ἐπιχώρια , ἐπιχώριοςinneut nom/voc/acc plἐπιχώρια , ἐπιχώριοςinneut nom/voc/acc plἐπιχώριε , ἐπιχώριοςinmasc voc sgἐπιχώριε , ἐπιχώριοςinmasc/fem voc sgἐπιχώριαι , ἐπιχώριοςinfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.